- τολμήεις
- -εσσα, -εν, ΜΑ, και δωρ. τ. τολμάεις Α(για πρόσ. και πράγμ.) θαρραλέος, ριψοκίνδυνος (α. «οἷς τολμῆεν τὸ φρόνημα», Παλαιολ. Μιχ.β. «τολμάεις Ἐφιάλτα», Πίνδ.)αρχ.ανεκτικός, καρτερικός («τολμήεις μοι θυμός, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέπονθα», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τόλμη + κατάλ. -εις (βλ. λ. -όεις), πρβλ. τεχνή-εις].
Dictionary of Greek. 2013.